- νηοφθόρος
- νηο-φθόρος, ον,A destroying ships, Nonn.D.39.122.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηοφθόρος — νηοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός, «πλοίο» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
νηοφθόρα — νηοφθόρος destroying ships neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)